Τα Ψαρά ή η Ηρωική Νήσος Ψαρών, όνομα που θεσμοθετήθηκε το 2018 από το Ελληνικό Κοινοβούλιο αναγνωρίζοντας την τεράστια συμβολή του νησιού στην ελληνική ιστορία, είναι ένα μικρό νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου. Βρίσκεται περίπου 76 χλμ. (ή 41 ναυτικά μίλια) βορειοδυτικά της Χίου και μαζί με τη Λέσβο, τη Λήμνο, την Ικαρία, τη Σάμο και τη Χίο ανήκει στην περιφέρεια Βορείου Αιγαίου. Τα Ψαρά φιλοξενούν 420 μόνιμους κατοίκους και αποτελούν ιδανικό προορισμό για ήρεμες διακοπές. Το νησί είναι ευρέως γνωστό για την ολοκληρωτική καταστροφή που υπέστει από τους Οθωμανούς το 1824 στο πλαίσιο του εθνοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίων των Τούρκων.
Το όνομα Ψαρά αποτελεί παραφθορά και εξέλιξή ονομασιών που αποδόθηκαν στο νησί κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Η αρχαιότερη αναφορά των Ψαρών γίνεται στην Οδύσσεια του Ομήρου (710 π.Χ.) όπου το νησί φέρει το όνομα “Ψυρίη”. Στη συνέχεια ο γεωγράφος Στράβων (64 π.Χ. - 24μ.Χ.) τα αναφέρει ως “Ψύρα”, ενώ στη μετάφραση έργου του Διονυσίου του Περιηγητή (2ος αι. μ.Χ) από τον λόγιο και κληρικό Ευστάθιο Θεσσαλονίκης (11ος αι.) αναφέρονται ως “Ψύρια”.
Αρχαιολογικές ανασκαφές στο νησί πιστοποιούν τη συνεχιζόμενη ανθρώπινη παρουσία στα Ψαρά από την Προϊστορική περίοδο και συγκεκριμένα τη Νεολιθική Εποχή (5.000 π.Χ.). Ενώ σημαντικά ευρήματα ανάγονται στη Μυκηναϊκή περίοδο (1.200 π.Χ.) και στα Ρωμαϊκά χρόνια. Το άγονο νησί του Αιγαίου δεν είχε ιδιαίτερη γεωστρατηγική σημασία και κατά περιόδους έμενε σχεδόν ακατοίκητο. Μάλιστα μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1453) οι κάτοικοι κατέφυγαν στη Χίο για να αποφύγουν τις πειρατικές επιδρομές. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας (16ος αι), αρκετές οικογένειες από διάφορα μέρη της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας (Μαγνησία, Θεσσαλία, Εύβοια, Χίο) μετοίκησαν στα Ψαρά όπου μπορούσαν να ζήσουν ελεύθερα. Ασκώντας την αλιεία και το θαλάσσιο εμπόριο, ο πληθυσμός του νησιού αυξήθηκε, ενώ οι κάτοικοι ενίσχυσαν την άμυνά τους εναντίων των πειρατών με την αναστήλωση του φρουρίου του Παλαιοκάστρου. Μέχρι την επανάσταση του 1821 τα Ψαρά είχαν αναπτύξει ένα σύστημα αυτοδιοίκησης με εκτελεστική και δικαστική εξουσία η οποία ήταν υπόλογη μόνο στον Τούρκο ναύαρχο καθώς στο νησί δεν υπήρχε τουρκική διοίκηση ή παρουσία. Ταυτόχρονα, η συνεχιζόμενη ανάπτυξη μέσω επαγγελμάτων της θάλασσας μετέτρεψε τα Ψαρά σε σημαντική ναυτική δύναμη, καθώς μετά την Ύδρα και τις Σπέτσες έφτασαν να κατέχουν τον 3ο μεγαλύτερο στόλο του Αιγαίου.
Έπειτα από τους ρωσοτουρκικούς πολέμους, τη σύντομη "Επανάσταση των Ψαρών" το 1770 και τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή του 1774, οι ψαριανοί συνέχισαν αδιάκοπα τον εξοπλισμό των εμπορικών τους πλοίων αλλά και τη ναυπήγηση καταδρομικών. Εδραίωσαν την ισχύ τους στο Βόρειο Αιγαίο και προχωρώντας σε επιθέσεις σε τουρκικά πλοία συνέλεγαν οπλισμό μετατρέποντας τα Ψαρά και το στόλο τους σε έναν προμαχώνα του ελληνισμού. Με την έναρξη της επανάστασης τα Ψαρά ήταν από τα πρώτα νησιά που ξεσηκώθηκαν ενάντια στον τουρκικό ζυγό. Στις 10 Απριλίου 1821 οι ψαριανοί ύψωσαν τη λευκοκόκκινη επαναστατική τους σημαία που έγραφε “Ελευθερία ή Θάνατος” και τον ίδιο μήνα συμμετείχαν σε επιχειρήσεις στη Σμύρνη, το Θερμαΐκό, τη Λέσβο την Ίμβρο και το Κουσάντασι όπου αναμετρήθηκαν με τον οθωμανικό στόλο καταλαμβάνοντας και καταστρέφοντας τουρκικά πλοία. Το 1822 ο ελληνικός στόλος με τους ναυάρχους Ανδρέα Μιαούλη από την Ύδρα, Γκίκα Τσούπη από τις Σπέτσες και Νικόλαο Αποστόλη από τα Ψαρά αντιμετώπισαν τους Τούρκους στον Πατραϊκό Κόλπο, ενώ ο Ψαριανός πυρπολητής Κωνσταντίνος Κανάρης ανατίναξε τουρκικές ναυαρχίδες στη Χίο και στην Τένεδο. Τον επόμενο χρόνο (1823), ο στόλος των Ψαρών κατάφερε να απελευθερώσει εδάφη στον κόλπο Τσανταρλί, στις Μικρασιατικές ακτές βόρεια της Φώκαιας.
Η επαναστατική δράση των Ψαρών εξόργισε τον Σουλτάνο ο οποίος έδωσε εντολή να εξαφανιστεί το νησί από τον χάρτη. Οι ψαριανοί μαθαίνοντας για τις προθέσεις των Τούρκων ζήτησαν βοήθεια από τους υπόλοιπους Έλληνες, όμως ο Ελληνικός Εμφύλιος (1823-1825) για την ηγεσία της επανάστασης, όπως και οι διαχρονικές αντιζηλίες μεταξύ των ναυτικών δυνάμεων της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών δεν έφεραν ενισχύσεις στο νησί. Έτσι στις 21 Ιουνίου 1824, αιγυπτιακές δυνάμεις του Ιμπραήμ με επικεφαλής τον ναύαρχο Χοσρέφ επιτέθηκαν στο νησί και με 14.000 γενίτσαρους κατέστρεψαν κάθε υποδομή και κατέσφαξαν τους κατοίκους. Τότε, στα Ψαρά βρισκόταν 7.000 ντόπιοι και 23.000 πρόσφυγες από τη Χίο, τη Μικρά Ασία και άλλες περιοχές, ενώ οι στρατιωτικές δυνάμεις ήταν περίπου 3.000 μεταξύ των οποίων Ψαριανοί, αλλά και Θεσσαλοί και Μακεδόνες εθελοντές που είχαν προστρέξει για βοήθεια. Υπολογίζοντας εσφαλμένα οι αμυνόμενοι επέλεξαν να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους στην ξηρά αντί για τη θάλασσα. Αντιστάθηκαν γενναία και όταν την επόμενη μέρα (22 Ιουνίου) οι Τούρκοι εισέβαλαν στη Χώρα και έφτασαν στο Παλαιόκαστρο (Μαύρη Ράχη) που είχε μετατραπεί σε φρούριο, οι αμυνόμενοι μαζί με πολλά γυναικόπαιδα επέλεξαν να μην παραδοθούν και να πεθάνουν μαχόμενοι. Έτσι, συγκεντρώθηκαν στις δύο πυριτιδαποθήκες ανατινάζοντας τες, θυσιάζοντας έτσι τους εαυτούς τους και προκαλώντας ταυτόχρονα μεγάλες απώλειες στον εχθρό.
Από τους 30.000 κατοίκους των Ψαρών, τα θύματα της καταστροφής υπολογίζονται σε 18.400, ενώ πολλά γυναικόπαιδα κατέληξαν σε σκλαβοπάζαρα. Μεγάλος αριθμός από διασωθέντες περιπλανήθηκε σε διάφορες περιοχές τις επαναστατημένης Ελλάδας χωρίς να καταφέρει να βρει μόνιμη εγκατάσταση. Ενδεικτικό είναι ότι αρκετοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν μόλις το 1847 στην Ερέτρια, η οποία για δεκαετίες αναφερόταν και ως “Νέα Ψαρά”. Το τραγικό γεγονός της καταστροφής των Ψαρών, παρόμοια με τη Σφαγή της Χίου (11 Μαρτίου 1822), είχε αντίκτυπο τόσο εντός των συνόρων με την ενίσχυση του πατριωτικού συναισθήματος όσο και στο εξωτερικό καθώς δημιούργησε αισθήματα συμπάθειας προς τον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό και τροφοδότησε το φιλελληνικό ρεύμα.
Η καταστροφή των Ψαρών ενέπνευσε πολλούς Έλληνες ποιητές και ζωγράφους που αποτύπωσαν σε καλλιτεχνικές δημιουργίες το συνταρακτικό γεγονός. Μεταξύ αυτών ο ποιητής Ανδρέας Κάλβος έγραψε την ωδή “Εις Ψαρά”, ο Νικόλαος Γύζης δημιούργησε τον πίνακα “Η Δόξα των Ψαρών” και ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός συνέταξε το επίγραμμα “Η καταστροφή των Ψαρών” (1825):
"Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη
Περπατώντας η Δόξα μονάχη
Μελετά τα λαμπρά παλικάρια
Και στην κόμη στεφάνι φορεί
Γεναμένο από λίγα χορτάρια
Που είχαν μείνει στην έρημη γη."
Μετά την καταστροφή, ο πληθυσμός των Ψαρών δεν υπερέβει ποτέ τους 1000 κατοίκους. Ενώ από τους 420 ανθρώπους που ζουν σήμερα στο νησί, οι περισσότεροι είναι ναυτικοί, αρκετοί ασχολούνται με το ψάρεμα, τη μελισσοκομία, την εστίαση αλλά και τον τουρισμό που τους καλοκαιρινούς μήνες στηρίζει την τοπική οικονομία. Ο ένας και μοναδικός οικισμός του νησιού βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο. Έχει πολυδιάστατη αρχιτεκτονική και ξεχωρίζει για τα στενά πλακόστρωτα σοκάκια. Αναπτύσσεται αμφιθεατρικά γύρω από το λιμάνι του νησιού του οποίου η θέση το προστατεύει σε μεγάλο βαθμό από τους ανέμους. Το νησί συνδέεται με τη Χίο, με ταξίδι περίπου 3,5 ωρών, αλλά και τον Πειραιά που τον προσεγγίζει σε περίπου 6 ώρες.
Τα Ψαρά που είναι ένας ιδανικός προορισμός για ολιγοήμερες επισκέψεις από τη Χίο αλλά και για όμορφες διακοπές χαλάρωσης και ηρεμίας, φημίζονται για την εξαίσια κουζίνα τους. Ντόπιες συνταγές με αγνά τοπικά προϊόντα υπόσχονται μοναδικές γαστρονομικές εμπειρίες σε κάθε επισκέπτη. Ο ψητός αστακός, η αστακομακαρονάδα, όπως και άλλα πιάτα με θαλασσινά, το ανεβατό μπουρέκι (στριφτή τυρόπιτα), τα κουφωτά (χειροποίητα ζυμαρικά) και το τοπικό θυμαρίσιο μέλι είναι μόνο μερικές γεύσεις που κάνουν τα το ιστορικό νησί του Αιγαίου παράδεισο των καλοφαγάδων.
Στα περίπου 45 χιλιόμετρα της ακτογραμμής τους, τα Ψαρά φιλοξενούν περίπου 40 παραλίες! Αυτές άλλοτε αμμουδερές ή με ψιλό βότσαλο δεν είναι οργανωμένες και αποτελούν τον ορισμό του φυσικού κάλλους και της απόλυτης γαλήνης. Δημοφιλέστερες είναι η παραλία Σπητάλια, η Λάκκα, η Λήμνος αλλά και η Ψιλή Άμμος στα Αντίψαρα. Χωρίς αμφισβήτηση όμως, κάθε γωνιά των δαντελωτών ακτών των Ψαρών κρύβει σημεία που είναι ιδανικά για χαλάρωση και εξερεύνηση από κάθε ταξιδιώτη.
Αφήστε στο σχολιό σας